- αδιάσκοπος
- ἀδιάσκοπος, -ον (Μ) [διασκοπῶ]αυτός που δεν εξετάστηκε προσεκτικά, ασαφής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδιάσκοπος — not perspicuous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek